- σκουπιδοτενεκές
- ο, Νειδικό δοχείο στο οποίο εναποτίθενται τα σκουπίδια τού σπιτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + τενεκές].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκουπιδοτενεκές — ο τενεκές στον οποίο βάζουν τα σκουπίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)